- τροπικός
- ή, -ό / τροπικός, -ή, -όν, ΝΜΑ1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις τροπές τού ηλίου, στα ηλιοστάσια2. φρ. «τροπικοί κύκλοι» ή, απλώς, «οι τροπικοί»(αστρον.·γεωγρ.) οι δύο κύκλοι τής Γης πουτροπικός' βρίσκονται εκατέρωθεν τού ισημερινού σε απόσταση 23°27' από αυτόννεοελλ.1. γραμμ. αυτός που δηλώνει τρόπο («τροπική μετοχή»)2. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει στις περιοχές τής Γης οι οποίες βρίσκονται κοντά στον ισημερινό μεταξύ τών δύο τροπικών κύκλων (α. «τροπικές χώρες» β. «τροπικές καλλιέργειες» γ. «τροπική ζέστη»)3. φρ. α) «τροπική ζώνη»(γεωγρ.-μετεωρ.) η περιοχή τής επιφάνειας τής Γης που εκτείνεται βορείως και νοτίως τού ισημερινού και περικλείεται, κατά προσέγγιση, από τους τροπικούς κύκλους τού Καρκίνου και τού Αιγόκερωβ) «τροπική καταιγίδα»(μετεωρ.) ατμοσφαιρική διατάραξη κυκλωνικής φύσεως στα χαμηλά γεωγραφικά πλάτη, δηλαδή μέσα στην τροπική ζώνηγ) «τροπική μετεωρολογία»(μετεωρ.) κλάδος τής μετεωρολογίας που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τού καιρού και τού κλίματος στις τροπικές περιοχέςδ) «τροπική πανίδα»ζωολ. η πανίδα που αναπτύσσεται στα τροπικά δάσηε) «τροπικό δάσος» — δάσος κυρίως από ψηλά πλατύφυλλα αειθαλή δένδρα, που απαντά συνήθως στις υγρές θερμές περιοχές γύρω από τον ισημερινόστ) «τροπικό έτος»αστρον. βλ. έτοςζ) «τροπικό κλίμα» — ένας από τους κύριους τύπους κλίματος που χαρακτηρίζει τις περιοχές μεταξύ τών τροπικών κύκλωνη) «βόρειος τροπικός κύκλος» — ο ένας από τους δύο τροπικούς κύκλους, ο οποίος βρίσκεται βόρεια τού ισημερινού, αλλ. τροπικός τού Καρκίνουθ) «νότιος τροπικός κύκλος» — ο ένας από τους δύο τροπικούς κύκλους, ο οποίος βρίσκεται νότια τού ισημερινού, αλλ. τροπικός τού Αιγόκερωι) «βόρειος τροπικός τής Γης» — ο τροπικός τού Καρκίνουια) «νότιος τροπικός τής Γης» — ο τροπικός τού Αιγόκερωιβ) «τροπικός τού Αιγόκερω» — ο νότιος τροπικός κύκλοςιγ) «τροπικός τού Καρκίνου» — ο βόρειος τροπικός κύκλοςιδ) «τροπικός κυκλώνας»(μετεωρ.) σοβαρή ατμοσφαιρική διατάραξη στους τροπικούς ωκεανούς και σε γεωγραφικά πλάτη μεταξύ 5° και 30° περίπου σε κάθε ημισφαίριοιε) «τροπικές νηνεμίες»(μετεωρ.)ζώνες αιθρίας και νηνεμίας γύρω από τα γεωγραφικά πλάτη 30°- 35°, όπου παύουν οι αληγείς και αρχίζουν να επικρατούν οι δυτικοί άνεμοιιστ) «τροπικές χώρες» — οι χώρες τής διακεκαυμένης ζώνης, κοντά στον ισημερινό, μεταξύ τών δύο τροπικών κύκλωνιζ) «τροπικός πυρετός»ιατρ. βαριά μορφή ελονοσίαςιη) «τροπικό θήλωμα» ή «φύμα τής Ανατολής»ιατρ. μορφή λεϊσμανίωσης τού δέρματος που προκαλείται από την τροπική λεϊσμανίαιθ) «τροπική μόρωση»ιατρ. λοιμώδης νόσος τών τροπικών χωρών, που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση ογκιδίων στο δέρμα τα οποία μοιάζουν με την επιφάνεια τών μούρωνκ) «τροπικές νόσοι»ιατρ. γενική ονομασία τών λοιμωδών νοσημάτων που παρατηρούνται ιδίως στις τροπικές χώρεςμσν.το θηλ. ως ουσ. ἡ τροπικήτμήμα οικοδομήματος, πιθ. η αψίδααρχ.1. (για πρόσ.) αυτός που έχει κλίση σε κάτι2. (ρητ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ρητορικό σχήμα τρόπος, αλληγορικός, μεταφορικός («τροπικὴ λέξις» — μεταφορική έκφραση, Δίον. Αλ.)3. το ουδ. ως ουσ. τὸ τροπικόν(στους Στωικούς) «συνημμένον ἢ διεζευγμένον ἀξίωμα»4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τροπικά(ρητ.) σχήματα αλληγορίας, μεταφοράς5. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ Τροπικοίεκκλ. ονομασία αιρετικών6. φρ. «τὰ τροπικὰ ζῴδια»αστρον. τα σημεία τού ζωδιακού στα οποία τοποθετούνται τα ηλιοστάσια και οι ισημερίες.επίρρ...τροπικῶς Αμσν.μεταφορικό, αλληγορικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τροπή / τρόπος. Η λ., ως επιστημονικός όρος τής Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. tropic < λατ. tropicus < τροπικός].
Dictionary of Greek. 2013.